αλωή

αλωή
ἀλωή, η (Α) (επικός και μεταγενέστερος τύπος ἀλωά, πρβλ. αττ. τύπο ἅλως)
1. το αλώνι
2. έκταση φυτεμένη με αμπέλια, αμπελώνας
3. οποιαδήποτε καλλιεργημένη έκταση, κήπος, φυτεία
4. φωτεινός κύκλος γύρω από τον ήλιο ή το φεγγάρι, «άλως», «αλώνι»
5. «Ποσειδάωνος ἀλωή» — η θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λέξη δημιουργεί προβλήματα σχετικά με την ετυμολογική της προέλευση και την αρχική της σημασία. Στον Όμηρο απαντά με τη σημασία «τμήμα γης ισοπεδωμένο και καλλιεργημένο, κήπος, περιβόλι, αμπέλι», καθώς και «αλώνι». Στην κυπριακή διάλεκτο απαντά συνώνυμος τ. γενικής alawo «περιβόλι, αμπέλι», που αντιστοιχεί σε τ. ἀλFω. Η διαλεκτική αυτή λ. αποτελεί και γλώσσα τού Ησυχίου (ἄλουα
κήποι, κύπριοι). Στη Σικελία εξάλλου απαντά τ. ἄλος «κήπος». Μετονοματικά παράγωγα τής λ. ἀλωή είναι οι ρηματικοί τ. ἀλοάω και το επικ. ἀλοιάω «αλωνίζω». Η βράχυνση τού θεματικού φωνήεντος -ω- έγινε για αποφυγή εσωτερικής χασμωδίας. Αντίστοιχος αττικός τ. τής λ. ἀλωὴ είναι το ουσ. ἅλως, γεν. ἅλω και (αναλογικά) ἅλωος, αιτ. ἅλω, ἅλων και ἅλωα κ.λπ. Οι αττικόκλιτοι τ. πρέπει να είναι αρχαιότεροι. Μεταγενέστερα απαντά και τ. γεν. ἅλωνος (αναλογικός σχηματισμός), απ’ όπου προήλθε υποχωρητικά η ονομαστική ἅλων, η οποία χρησιμοποιείται σπάνια. Η λ. ἅλως σήμανε το «αλώνι» και γενικότερα την «κυκλική επιφάνεια», από όπου και η έννοια «επιφάνεια, φωτεινό περίγραμμα τού φεγγαριού, τού ήλιου κ.λπ.». Στην αρκαδική διάλεκτο η λ. απαντά και με τη σημασία «κήπος». Ετυμολογικά η λ. είναι άγνωστης προελεύσεως και επομένως η αρχική της σημασία είναι αβέβαιη. Είναι πιθ. να ανάγεται σε αρχικό τ. ἀλωFā, όπως φαίνεται και από τον κυπρ. τ. ἀλFω. Κατά τον Schwyzer η αρχική σημασία τής λ. ήταν «στρογγυλός». Ο ίδιος θεωρεί ότι ο τ. ἀλωὴ ανάγεται σε αρχική ΙΕ ρίζα *walōw- < *wel(n)- «στρέφω, κυλίω», με την οποία συνδέονται επίσης και οι λ. εἰλύω «περιτυλίσσω, περιβάλλω», ἅλυσις. Σύμφωνα με αυτή την άποψη όμως η λ. ἀλωὴ δεν πρέπει να έχει καμιά σχέση με το κυπρ. ἀλFω «κήπος, περιβόλι», Επίσης με αυτό τον τρόπο δεν είναι δυνατό να ερμηνευθεί η χρήση τού ουσ. ἀλωὴ στον Όμηρο με τη σημασία «κήπος». Η ετυμολογία τής λ. ἀλωὴ θα πρέπει να ερμηνεύει και τις δύο διαφορετικές σημασίες της, δηλ. «αλώνι» και «κήπος», δεδομένου ότι και οι δύο αυτές σημασίες είναι εξίσου σπουδαίες και χρονικά συνυπάρχουν.
ΠΑΡ. ἅλως, αρχ. ἁλωεύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἁλωή — ἀλωή , ἀλωή threshing floor fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῳή — ἀλῳή , ἀλωή threshing floor fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωή — threshing floor fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῳῇ — ἀλωή threshing floor fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλῳή — ἀλωή threshing floor fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλωῇ — ἀλωῆι , ἀλωεύς like salt masc dat sg (epic ionic) ἀλωῇ , ἀλωή threshing floor fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλωῇ — ἀλωῆι , ἀλωεύς like salt masc dat sg (epic ionic) ἀλωή threshing floor fem dat sg (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀλωῇ — Ἀλωῆι , Ἀλωεύς masc dat sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλῴη — ἁλώιος fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁλώῃ — ἁλίσκομαι to be taken aor subj act 3rd sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”